Friday, March 30, 2007

Επιτέλους, μια αληθινή Τόσκα!

Η όπερα του Πουτσίνι στην Εθνική Λυρική Σκηνή


(του Γιάννη Σβώλου, Ελευθεροτυπία, 28/3/2007)

Την πέμπτη νέα παραγωγή της τρέχουσας καλλιτεχνικής περιόδου παρουσίασε προσφάτως η Εθνική Λυρική Σκηνή (18/3/07). Ηταν η Τόσκα του Πουτσίνι που δόθηκε σε σκηνοθεσία, σκηνικά και κοστούμια Νίκου Πετρόπουλου, διατηρώντας από τη γνωστή παλαιότερη παραγωγή του ίδιου μόνο μέρος από το σκηνικό της α' πράξης. Η παράσταση υπήρξε μουσικά και σκηνικά ιδιαίτερα φροντισμένη και κέρδισε την ανεπιφύλακτα θετική ανταπόκριση του κοινού.

Υιοθετώντας λογική αντίστοιχη αυτής του Τζόναθαν Μίλερ στην Τόσκα του Φλωρεντινού Μάη (1986), ο Πετρόπουλος μετέφερε ήρωες και δράση στις παραμονές της αποχώρησης των ναζί από τη Ρώμη. Το θέαμα υλοποιήθηκε αρτιότατα, με ισορροπημένα υπαινικτικές δόσεις αφαίρεσης/ ρεαλισμού, που κράτησαν έξυπνα αποστάσεις από τις αυθεντικές σκηνικές οδηγίες του συνθέτη, δίχως όμως να τις ακυρώσουν. Το αποτέλεσμα ανανέωσε ριζικά την εικονογραφία του έργου εμφυσώντας νέα ζωή και σκηνική πειστικότητα που αλάφρυναν ευπρόσδεκτα την όψη της παράστασης από την υπερβολικά χρησιμοποιημένη, «αυθεντική» οπτική του ιστορισμού.

Μουσικά η παραγωγή ήταν χτισμένη γύρω από μια εκπληκτική πρωταγωνίστρια και καλούς συμπρωταγωνιστές. Η πανέμορφη Λετονή υψίφωνος Κριστίν Οπολαϊς είχε σκηνική παρουσία, φωνή, τεχνική και ερμηνευτική ιδιοσυγκρασία ιδεώδεις για τις απαιτήσεις του ρόλου της· εκτός αυτών διέθετε καλαισθησία η οποία, βοηθούσης της σκηνοθεσίας, απέτρεψε τις συνήθεις εκφραστικές υπερβολές. Ηταν η πρώτη φορά που ακούσαμε το περίφημο «Εζησα για την τέχνη» άριστα τραγουδισμένο και, ταυτόχρονα, σε δραματικό τόνο που δεν ισορροπούσε επισφαλώς στο μεταίχμιο γλυκερού και κιτς! Από τα δύο έτερα μέλη του μοιραίου τριγώνου οπωσδήποτε δεν έλειπαν τα απαραίτητα φωνητικά μεγέθη που θα τους βοηθούσαν να σταθούν άξια δίπλα στη θυελλώδη πρωταγωνίστρια.

Ωστόσο, η άκαμπτη φραστική και οι στεντόρειες εξάρσεις δυναμικής του τραγουδιού του Ουκρανού τενόρου Μίσα Ντίντικ (Καβαραντόσι) ήταν αισθητά ξένες προς το ιταλικό ρεπερτόριο, ενώ σε δραματικό επίπεδο ο βαρύτονος Πίτερ Σίντομ (βαρόνος Σκάρπια) αποδείχτηκε μάλλον «λίγος». Εντυπωσιακά ακριβής στη σύντομη, σκηνοθετημένα φασαριόζικη μουσική και σκηνική απόδοσή της ήταν η παιδική χορωδία «Μανώλης Καλομοίρης». Η διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού διέθετε το απαιτούμενο σφρίγος και τη δραματική εγρήγορση που απαιτούν οι κινηματογραφικοί ρυθμοί του έργου.

ΥΓ. Οπως διαπιστώθηκε σε όλες τις παραστάσεις της όπερας η ορχήστρα της ΕΛΣ δεν διαθέτει ούτε έναν τσελίστα -εξάρχοντα ή άλλον- ικανό να παίξει ανεκτά σόλο. Ομως, τόσα πολλά, συνεχή φάλτσα είναι ανεπίτρεπτα: εκτός από την υπερκατοχύρωση των μόνιμων υπαλλήλων, ο νόμος ασφαλώς προβλέπει και την προστασία του ποιοτικού αποτελέσματος. Επιπλέον, είναι ακατανόητο πώς ένα ολόκληρο σύνολο ανέχεται αβασάνιστα να καταρρακώνεται το κύρος του από έναν μουσικό...


Maria Callas-Tito Gobbi: Tosca, δεύτερη πράξη (1964)


No comments: