Η New York City Opera και η Μετροπόλιταν ανανεώνονται, με στόχο να γοητεύσουν και να προσελκύσουν νέο μουσικό κοινό
Η ανακοίνωση στα τέλη του περασμένου μήνα προκάλεσε μεγάλη έκπληξη. Ο Ζεράρ Μορτιέ, ο πολυσυζητημένος Βέλγος διευθυντής μεγάλων λυρικών θεάτρων και φεστιβάλ της Ευρώπης, ένας παθιασμένος και πνευματικά αδηφάγος προβοκάτορας, θα αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση της New York City Opera, από το 2009. Πώς είναι δυνατόν ο ριψοκίνδυνος Μορτιέ να κουμαντάρει την «όπερα του λαού» όπως αποκάλεσε στοργικά τη δημοτική λυρική σκηνή της Νέας Υόρκης ο δήμαρχος Φιορέλο Λα Γκουάρντια στα εγκαίνιά της, το 1944; Προφανώς, η «άλλη» όπερα της Νέας Υόρκης έχει βαλθεί να ταράξει τα νερά της μουσικής ζωής στην πόλη. Τα νέα πρέπει να προβλημάτισαν τον διευθυντή της Μετροπόλιταν Οπερα, τον Πίτερ Γκελμπ, ο οποίος σε μικρό χρονικό διάστημα κατάφερε να μεταμορφώσει το αυστηρών συντηρητικών αρχών ίδρυμα σε ένα μοντέρνο, καινοτόμο λυρικό θέατρο και έχει δώσει στον κόσμο της όπερας διεθνώς ένα μάθημα για το πώς μπορεί κανείς να αξιοποιήσει την επικοινωνία της ψηφιακής εποχής για να προσελκύσει νέο κοινό. Φαίνεται ότι ο Γκελμπ σύντομα θα αντιμετωπίσει ανταγωνισμό από έναν άνθρωπο με αποδεδειγμένη ικανότητα να προσελκύει την προσοχή.
Παρ’ όλο που ο 63χρονος Μορτιέ έχει μεγάλη πείρα από φεστιβάλ και λυρικά θέατρα στη Γερμανία και στο Βέλγιο, ενώ τώρα διευθύνει την Εθνική Οπερα των Παρισίων, έγινε περισσότερο γνωστός για τη δεκαετή θητεία του στη διεύθυνση του Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ. Εκεί εξόργιζε συστηματικά κριτικούς, άφηνε άναυδους θεατές και έφερνε σε απόγνωση καλλιτέχνες με την τάση του να παρουσιάζει ακραία ριζοσπαστικές παραγωγές, για να μην αναφέρουμε τη δηλωμένη αντιπάθειά του σε οτιδήποτε αυστριακό, από το «σάλτσμπουργκερ νόκερλ», ένα παραδοσιακό γλύκισμα, έως τη «Νυχτερίδα», τη δημοφιλή οπερέτα του Γιόχαν Στράους. Παρουσίασε το έργο αυτό το 2001, την τελευταία του χρονιά στο φεστιβάλ, σκηνοθετημένο από τον Χανς Νόιφελς.
Ωστόσο, την ίδια εκείνη περίοδο ο Μορτιέ υπήρξε ο ιθύνων νους πίσω από μια σειρά εξαιρετικές πρεμιέρες και πρωτοποριακές παραγωγές απαιτητικών σύγχρονων έργων του Ολιβιέ Μεσιάν, του Γκιόργκι Λιγκέτι και άλλων επιφανών συνθετών. Η City Opera, η οποία για καιρό έζησε κυριολεκτικά στη σκιά της Μετροπόλιταν στο Λίνκολν Σέντερ, προσπαθεί να κερδίσει το χαμένο έδαφος από τη γειτόνισσά της.
Στο δελτίο Τύπου με το οποίο ανακοινώθηκε η πρόσληψη του Μορτιέ, η Σούζαν Μπέικερ, η πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, είπε ότι η πείρα του «ταιριάζει με την παράδοση της Δημοτικής Οπερας στις καινοτόμες παραγωγές τόσο κλασικών όσο και σύγχρονων έργων και στον από μακρού εδραιωμένο ρόλο της ως “όπερας του λαού”».
Σε τηλεφωνική συνομιλία που είχαμε με τον Μορτιέ από το Παρίσι την περασμένη εβδομάδα, είπε ότι τον φοβίζει λίγο ο χαρακτηρισμός «όπερα του λαού». «Αν σημαίνει ότι η όπερα είναι ανοιχτή σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, τότε έχει καλώς», είπε. «Υπάρχει όμως μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο λαϊκό και το λαϊκίστικο, και εγώ δεν θέλω να είμαι λαϊκιστής». Ανθρωπος με φλογερό ταμπεραμέντο και ισχυρή πολιτική συνείδηση, ο Μορτιέ υπόσχεται να στηρίξει σύγχρονα λυρικά έργα και ζώντες συνθέτες, ανάμεσά τους και Αμερικανούς, και να κάνει το λυρικό αυτό σύνολο πραγματική Οπερα της Νέας Υόρκης, παρουσιάζοντας έργα και σε άλλα θέατρα εκτός του Λίνκολν Σέντερ. Τι έκανε την City Opera να πλησιάσει έναν τόσο τολμηρό και ρηξικέλευθο ηγέτη; Η απάντηση, νομίζω, βρίσκεται σε δύο λέξεις: Πίτερ Γκελμπ.
Πριν ακόμα αναλάβει τα ηνία της Met, τον περασμένο Αύγουστο, ο Γκελμπ άρχισε να συζητά το όραμά του για το λυρικό θέατρο. Θεωρούσε ότι, παρ’ όλη τη δόξα της, η Met είχε μείνει καλλιτεχνικά στάσιμη. Ηθελε να προσελκύσει σκηνοθέτες από το θέατρο και τον κινηματογράφο και να κάνει την όπερα μια κυψέλη θεατρικής τόλμης και πειραματισμού.
«Μαντάμ Μπατερφλάι»
Ας δούμε ένα παράδειγμα που φωτίζει την εξέλιξη των σχέσεων ανάμεσα στα δύο λυρικά θέατρα. Το 1994 η Met είχε παρουσιάσει την όπερα του Πουτσίνι «Μαντάμ Μπατερφλάι» σε μια πληκτική, ρεαλιστική παραγωγή με οσμή μούχλας, σκηνοθετημένη από τον Τζανκάρλο ντελ Μόνακο. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η Σίτι Οπερα ανέβασε μια οπτικά αφαιρετική, δυναμικά λιτή παραγωγή του Μαρκ Λέιμος, η οποία άφησε πολύ καλές εντυπώσεις.
Ο Γκελμπ εγκαινίασε τη θητεία του τον Σεπτέμβριο, παρουσιάζοντας τη «Μαντάμ Μπατερφλάι» σε μια συναρπαστική, κομψά στυλιζαρισμένη παραγωγή του κινηματογραφικού σκηνοθέτη Αντονι Μινγκέλα. Πριν από την πρεμιέρα, ο Γκελμπ κάλεσε το κοινό στην πρώτη ανοιχτή εκδήλωση της Met, που περιλάμβανε δωρεάν παρακολούθηση της γενικής πρόβας. Και η πρώτη παράσταση προβλήθηκε σε videowall σε χιλιάδες θεατές στην «πλάζα» του Λίνκολν Σέντερ και στην Τάιμς Σκουέαρ. Αυτό κι αν είναι «όπερα του λαού»!
Η City Opera περιμένει από τον Μορτιέ να αναστηλώσει τη φήμη της ως της λιγότερο πλούσιας αλλά περισσότερο ανανεωτικής και προσιτής λυρικής σκηνής της Νέας Υόρκης. Ο Μορτιέ γνωρίζει και εκτιμά τον Γκελμπ και δεν βλέπει τη δουλειά του ανταγωνιστικά, αλλά συμπληρωματικά προς τη δική του. Θέλει να ενισχύσει το ανανεωτικό προφίλ της City Opera, να βοηθήσει νέους Αμερικανούς καλλιτέχνες και να προωθήσει «την όπερα του 20ού αιώνα».
Στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ του 2000 είδα να συνοψίζονται οι αντιθέσεις του Μορτιέ. Παρουσιάστηκε εκεί σε παγκόσμια πρεμιέρα η όπερα του Φινλανδού συνθέτη Κάιτζα Σααριάχο «L’ Amour de Loin», σε λιμπρέτο του λιβανικής καταγωγής συγγραφέα Αμίν Μααλούφ. Η όπερα αφηγείται μια ιστορία αγάπης στις δύο όχθες της Μεσογείου του 12ου αιώνα. Η παράσταση, σκηνοθετημένη από τον Πίτερ Σέλαρς και με μουσική διεύθυνση του Κεντ Ναγκάνο, ενθουσίασε τους πάντες. Παράλληλα όμως, ανέβηκε μια παραγωγή της όπερας του Μότσαρτ «Ετσι κάνουν όλες» που προκάλεσε τις χειρότερες εντυπώσεις με τους αποκρουστικούς «νεωτερισμούς» της.
(Καθημερινή, 24/3/2007)
No comments:
Post a Comment