Σταδιοδρομία σαν παραμύθι
(του Νίκου Α. Δοντά)
Με γενναιοδωρία στάθηκε η φύση απέναντι στον Λουτσιάνο Παβαρότι χαρίζοντάς του μια φωνή δίχως όμοιο, με γενναιοδωρία τη χάρισε κι ο ίδιος στους ανθρώπους. Κι ήταν η φωνή του πράγματι μοναδική: ακτινοβολούσε εκτυφλωτικά όπως ο ήλιος της Μεσογείου, έφτανε με απόλυτη φυσικότητα ακόμα και στις πιο ψηλές νότες και, πάνω απ’ όλα, ήταν άμεσα αναγνωρίσιμη: αρκούσε μια νότα για να καταλάβει κανείς ποιος τραγουδά. Όμως εκείνο που τον ανέδειξε σε απόλυτο τενόρο, το στοιχείο που προσδιόρισε την τέχνη του, ήταν η αμεσότητα της φωνής του, το αλάνθαστο, μοναδικά πειστικό μουσικό του ένστικτο.
Σπουδαίος ηθοποιός δεν ήταν, ενώ συνάδελφοί του τον κατηγορούσαν ότι δεν ήξερε καν να διαβάζει νότες. Κι όμως, ο τρόπος με τον οποίο ενσάρκωνε τους ρόλους όπως και ο τρόπος με τον οποίο απέδιδε τα μουσικά κείμενα παραμένει μοναδικός: απ’ τη μια η απροσποίητη σκηνική του παρουσία και απ’ την άλλη το πώς ακουμπούσε και χάιδευε τις νότες, ο τρόπος με τον οποίο έπλαθε τις φράσεις και έκλεβε τους χρόνους, η φυσικότητα με την οποία έπειθε τον ακροατή ότι τραγουδούσε ακόμα και τα πιο δύσκολα σημεία, η αίσθηση ότι τα έδινε όλα…
Η σταδιοδρομία του εξελίχτηκε σαν παραμύθι. Το 1965 η ήδη διάσημη Αυστραλή υψίφωνος Τζόαν Σάδερλαντ είχε ανάγκη από έναν τενόρο στις… διαστάσεις της και χτύπησε φλέβα χρυσού επιλέγοντας τον τότε άγνωστο αλλά ακόμα κομψό Παβαρότι. Παρακολουθώντας την να τραγουδά ο Λουτσιάνο διαμόρφωσε την τεχνική του. Αρχικά, το ρεπερτόριό του ήταν το δικό της. Ομως, η τρομακτική του άνεση στις απάνθρωπα ψηλές νότες σε έργα του ιταλικού ρομαντικού μπελ-κάντο, σύντομα έστρεψαν τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του.
Δεν άργησαν να τον παραλάβουν οι Αμερικανοί, που με τις γνωστές τεχνικές του μάρκετινγκ τον ανέδειξαν σε υπερμεγέθη αστέρα. Τον έστεψαν «βασιλιά του ψηλού ντο», τον φωτογράφισαν σε πόζες του Καρούζο. Του προσέφεραν ευκολίες τις οποίες δεν μπόρεσε να διαχειριστεί. Εγινε ζωντανός μύθος, παγιδεύτηκε στην εικόνα του εαυτού του, στην τεράστια δημοσιότητα και στα τρομακτικά κέρδη. Η καθοδική πορεία είχε αρχίσει: όλο και περισσότερα λαϊκά ρεσιτάλ σε στάδια και αρένες, όλο και λιγότερες παραστάσεις. Το ρεπερτόριό του δεν ήταν ανεξάντλητο. Όποτε επιχείρησε να ξεφύγει από τον ιταλικό ρομαντισμό για τον οποίο έμοιαζε φτιαγμένος, τα αποτελέσματα ήταν λιγότερο εντυπωσιακά.
Όμως είναι αμφίβολο αν έχει ακουστεί ποτέ πιο συγκινητικός Νεμορίνο («Ελιξίριο του Ερωτα»), πιο τρυφερός Ελβίνο («Η Υπνοβάτιδα»), πιο σαγηνευτικός δούκας της Μάντουας («Ριγολέτος»), πιο αυθόρμητος Τόνιο («Η Κόρη του Συντάγματος»). Και μόνον γι’ αυτά -και δεν είναι μόνον αυτά- η θέση του στο πάνθεον των λυρικών τραγουδιστών είναι εξασφαλισμένη.
Σπουδαίος ηθοποιός δεν ήταν, ενώ συνάδελφοί του τον κατηγορούσαν ότι δεν ήξερε καν να διαβάζει νότες. Κι όμως, ο τρόπος με τον οποίο ενσάρκωνε τους ρόλους όπως και ο τρόπος με τον οποίο απέδιδε τα μουσικά κείμενα παραμένει μοναδικός: απ’ τη μια η απροσποίητη σκηνική του παρουσία και απ’ την άλλη το πώς ακουμπούσε και χάιδευε τις νότες, ο τρόπος με τον οποίο έπλαθε τις φράσεις και έκλεβε τους χρόνους, η φυσικότητα με την οποία έπειθε τον ακροατή ότι τραγουδούσε ακόμα και τα πιο δύσκολα σημεία, η αίσθηση ότι τα έδινε όλα…
Η σταδιοδρομία του εξελίχτηκε σαν παραμύθι. Το 1965 η ήδη διάσημη Αυστραλή υψίφωνος Τζόαν Σάδερλαντ είχε ανάγκη από έναν τενόρο στις… διαστάσεις της και χτύπησε φλέβα χρυσού επιλέγοντας τον τότε άγνωστο αλλά ακόμα κομψό Παβαρότι. Παρακολουθώντας την να τραγουδά ο Λουτσιάνο διαμόρφωσε την τεχνική του. Αρχικά, το ρεπερτόριό του ήταν το δικό της. Ομως, η τρομακτική του άνεση στις απάνθρωπα ψηλές νότες σε έργα του ιταλικού ρομαντικού μπελ-κάντο, σύντομα έστρεψαν τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του.
Δεν άργησαν να τον παραλάβουν οι Αμερικανοί, που με τις γνωστές τεχνικές του μάρκετινγκ τον ανέδειξαν σε υπερμεγέθη αστέρα. Τον έστεψαν «βασιλιά του ψηλού ντο», τον φωτογράφισαν σε πόζες του Καρούζο. Του προσέφεραν ευκολίες τις οποίες δεν μπόρεσε να διαχειριστεί. Εγινε ζωντανός μύθος, παγιδεύτηκε στην εικόνα του εαυτού του, στην τεράστια δημοσιότητα και στα τρομακτικά κέρδη. Η καθοδική πορεία είχε αρχίσει: όλο και περισσότερα λαϊκά ρεσιτάλ σε στάδια και αρένες, όλο και λιγότερες παραστάσεις. Το ρεπερτόριό του δεν ήταν ανεξάντλητο. Όποτε επιχείρησε να ξεφύγει από τον ιταλικό ρομαντισμό για τον οποίο έμοιαζε φτιαγμένος, τα αποτελέσματα ήταν λιγότερο εντυπωσιακά.
Όμως είναι αμφίβολο αν έχει ακουστεί ποτέ πιο συγκινητικός Νεμορίνο («Ελιξίριο του Ερωτα»), πιο τρυφερός Ελβίνο («Η Υπνοβάτιδα»), πιο σαγηνευτικός δούκας της Μάντουας («Ριγολέτος»), πιο αυθόρμητος Τόνιο («Η Κόρη του Συντάγματος»). Και μόνον γι’ αυτά -και δεν είναι μόνον αυτά- η θέση του στο πάνθεον των λυρικών τραγουδιστών είναι εξασφαλισμένη.
(Καθημερινή, 7/9/2007)
No comments:
Post a Comment